Κινητό: 6932756552 | Ιατρείο: 210-4640170 togastav@gmail.com
Οξεία γαστρεντερίτιδα στα παιδιά

Οξεία γαστρεντερίτιδα στα παιδιά

                                                  

Η οξεία γαστρεντερίτιδα είναι μια οξεία φλεγμονή του ανώτερου και του κατώτερου πεπτικού συστήματος που προκαλείται από λοιμώδεις παράγοντες, όπως είναι οι ιοί και τα βακτήρια. Είναι μια από τις συχνότερες αιτίες νοσηρότητας στην παιδική ηλικία. Συνήθως πρόκειται για μία ήπια νόσο, η οποία ωστόσο ευθύνεται για μεγάλο αριθμό εισαγωγών στο νοσοκομείο, κυρίως παιδιών ηλικίας κάτω των 5 ετών. Υπολογίζεται ότι κάθε παιδί, κάτω των 3 ετών, θα νοσήσει από γαστρεντερίτιδα 3-5 φορές το χρόνο.

Πιο συχνές είναι οι ιογενείς γαστρεντερίτιδες, ενώ τα συνηθέστερα μικρόβια είναι η σαλμονέλα, η σιγκέλλα, η γερσίνια, το καμπυλοβακτηρίδιο κ.ά. Τα παραπάνω μικρόβια αναπτύσσονται συνήθως σε τροφές που δεν έχουν μαγειρευτεί ή συντηρηθεί σωστά και μεταφέρονται μέσω των τροφών αυτών ή και του νερού. Πολλές φορές οι ιοί και τα μικρόβια μεταφέρονται από άνθρωπο σε άνθρωπο, μέσω των χεριών, λόγω κακών συνθηκών υγιεινής.

Τα κυριότερα συμπτώματα της οξείας γαστρεντερίτιδας είναι οι έμετοι, οι διαρροϊκές κενώσεις με ή χωρίς πρόσμιξη αίματος, ο πυρετός και η αφυδάτωση.

Ο βαθμός της αφυδάτωσης θεωρείται ήπιος όταν το παιδί είναι σε καλή κατάσταση, με φυσιολογικά ζωτικά σημεία και ήπιο αίσθημα δίψας. Η μέτριου βαθμού αφυδάτωση χαρακτηρίζεται από μέτρια αύξηση των σφυγμών και της συχνότητας των αναπνοών, νωθρότητα ή ευερεθιστότητα, ξηρότητα του στόματος και των χειλέων και έντονο αίσθημα δίψας. Στη σοβαρού βαθμού αφυδάτωση, οι σφυγμοί και η συχνότητα των αναπνοών είναι πολύ αυξημένες, η αρτηριακή πίεση είναι ελαττωμένη και το παιδί μπορεί να βρίσκεται σε λήθαργο ή κώμα. Οι βλεννογόνοι του στόματος και των χειλέων είναι εξαιρετικά ξηροί, το παιδί κλαίει χωρίς δάκρυα, έχει μειωμένη διούρηση, ενώ παράλληλα έχει εξαιρετικά έντονο αίσθημα δίψας.

Πώς αντιμετωπίζεται η οξεία γαστρεντερίτιδα;

Ο πρωταρχικός σκοπός της θεραπείας της οξείας γαστρεντερίτιδας είναι η ενυδάτωση. Η ενυδάτωση έχει ως στόχο την αναπλήρωση της απώλειας νερού και ηλεκτρολυτών και την αποφυγή της αφυδάτωσης. Η ενυδάτωση γίνεται κατά προτίμηση με ειδικά ηλεκτρολυτικά διαλύματα που υπάρχουν στα φαρμακεία. Σε ήπιου και μέτριου βαθμού αφυδάτωση γίνεται ενυδάτωση από το στόμα.

Στις περιπτώσεις εκείνες που παράλληλα με τη διάρροια υπάρχουν και εμετοί, είναι απαραίτητη η διακοπή της σίτισης και της χορήγησης υγρών, τουλάχιστον για μία ώρα μετά τον τελευταίο εμετό. Στη συνέχεια αρχίζει σταδιακή χορήγηση υγρών, διάλυμα νερού με ηλεκτρολύτες, με ρυθμό 5ml (ένα κουταλάκι του γλυκού) ανά 5 λεπτά για μία ώρα, στην συνέχεια 10 ml ανά 5 λεπτά για άλλη μία ώρα και έπειτα, αν έχουν σταματήσει οι εμετοί, μπορεί να ξεκινήσει η επανασίτιση με μικρές ποσότητας ελαφριάς τροφής (π.χ. φρυγανιά, κράκερς). Στη συνέχεια πρέπει να ακολουθεί σταδιακή αύξηση της ποσότητας και της συχνότητας και των υγρών και των στερεών τροφών.

Η αποκλειστική χορήγηση υγρών μπορεί να διαρκέσει 4-6 ώρες, ανάλογα με το βαθμό αφυδάτωσης του παιδιού. Στη συνέχεια, το παιδί αφού ξεκινήσει να επανασιτίζεται με μικρές ποσότητας ελαφριάς τροφής και σταματήσουν οι έμετοι , γρήγορα πρέπει να επιστρέψει στο κανονικό του διαιτολόγιο, ανάλογα με την ηλικία του. Για τα μεγαλύτερα παιδιά συνιστάται η έγκαιρη επανασίτιση με ισορροπημένη δίαιτα βασισμένη σε τροφές που περιέχουν σύνθετους υδατάνθρακες (ρύζι, δημητριακά, ψωμί, πατάτες), ψαχνό κρέας, μαγειρεμένα φρούτα και λαχανικά, γιαούρτι κ.ά. με παράλληλη αποφυγή τροφών υψηλών σε λίπη και απλά σάκχαρα (έτοιμοι χυμοί φρούτων, αναψυκτικά κ.ά.).

Τα τελευταία χρόνια, έχει βρεθεί ότι η εφαρμογή περιορισμένου διαιτολογίου και νηστείας για μεγάλο χρονικό διάστημα, όχι μόνο δεν περιορίζει τη διάρροια, αλλά την επιτείνει και οδηγεί σε μείωση της θρέψης του παιδιού.

Η χορήγηση του ηλεκτρολυτικού διαλύματος συνεχίζεται και μετά την επανασίτιση του παιδιού, μέχρι την πλήρη αποκατάσταση της σύστασης των κενώσεών του, για να καλύπτει τις συνεχιζόμενες απώλειές του σε νερό και ηλεκτρολύτες.

Δεν χορηγούμε χυμούς, τσάι , και αναψυκτικά τύπου “κόλα” γιατί αυξάνουν την κινητικότητα του εντέρου και μπορούν να επιτείνουν τη διάρροια.

Στα βρέφη που θηλάζουν, ο μητρικός θηλασμός δεν διακόπτεται κατά την ενυδάτωση.

Στα βρέφη που δεν θηλάζουν, μετά τη φάση της ενυδάτωσης δίδεται το βρεφικό γάλα που έπαιρναν πριν, χωρίς καμία αραίωση, σε μικρότερη ποσότητα.

Γάλα ελεύθερο λακτόζης συνιστάται όταν οι ασθενείς είναι σοβαρά αφυδατωμένοι, έχουν κλινικά σημεία υποσιτισμού ή παρουσιάζουν επιδείνωση της διάρροιας μετά την επανεισαγωγή του πλήρους γάλακτος.

Η ενδοφλέβια ενυδάτωση ενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού αφυδάτωση, παραλυτικό ειλεό, ακατάσχετους εμέτους ή απώλεια αισθήσεων.

Τα φαρμακευτικά σκευάσματα των ηλεκτρολυτών περιέχουν υδατάνθρακες (απλούς, όπως είναι η γλυκόζη ή σύνθετους, όπως είναι το άμυλο του ρυζιού) και ηλεκτρολύτες (νάτριο και το κάλιο). Τα ηλεκτρολυτικά διαλύματα που προκύπτουν από την αραίωση των σκευασμάτων αυτών στο νερό, συμβάλλουν αφ’ ενός στην ενυδάτωση και αφετέρου μειώνουν τον όγκο των κοπράνων και τη διάρκεια της διάρροιας, μέσω της ευόδωσης της απορρόφησης του νατρίου και την παθητική μεταφορά του νερού από τον αυλό του εντέρου προς τα εντερικά κύτταρα.

Χρειάζονται φάρμακα;

Στις ιογενείς γαστρεντερίτιδες δεν χρειάζονται φάρμακα για την αντιμετώπισή τους. Πολλές μικροβιακές γαστρεντερίτιδες επίσης αποδράμουν από μόνες τους χωρίς χορήγηση φαρμάκων. Τα αντιβιοτικά σπάνια ενδείκνυνται στη θεραπεία της οξείας γαστρεντερίτιδας, αφού στην πλειονότητα των περιπτώσεων η νόσος αποδράμει από μόνη της.

Εξαίρεση αποτελεί η γαστρεντερίτιδα από συγκεκριμένα μικρόβια , όπως είναι η σιγκέλλα , το καμπυλοβακτηρίδιο, το εντεροδιεισδυτικό ή το εντεροτοξινογόνο κολοβακτηρίδιο για τη θεραπεία της οποίας χορηγούνται αντιβιοτικά.

Στις περιπτώσεις μη επιπλεγμένης γαστρεντερίτιδας από σαλμονέλα , δεν συνιστάται χορήγηση αντιβιοτικών, γιατί η χρήση τους μπορεί να παρατείνει τη μικροβιοφορεία.

Η χορήγηση αντιβιοτικών για τη θεραπεία της γαστρεντερίτιδας από σαλμονέλα συνιστάται στις παρακάτω κατηγορίες ασθενών:

  1. σε ανοσοκατασταλμένα άτομα
  2. σε παιδιά με αιμοσφαιρινοπάθειες
  3. σε παιδιά με τυφοειδή πυρετό
  4. σε βακτηριαιμία από σαλμονέλα
  5. σε βρέφη κάτω των 3 μηνών

Φάρμακα που εμποδίζουν τον περισταλτισμό του εντέρου, όπως η λοπεραμίδη και η διφαινοξυλάτη με την ατροπίνη, δεν έχουν θέση στη θεραπεία της οξείας διάρροιας στα παιδιά, γιατί μπορούν να προκαλέσουν ειλεό και υπερανάπτυξη των παθογόνων οργανισμών.

Νεότερα φάρμακα, όπως είναι η ρασεκαδοτρύλη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετά από σύσταση του θεράποντα ιατρού.

Προβιοτικά , όπως είναι ο γαλακτοβάκιλλος και οι σακχαρομύκητες boulardii, μπορούν σε ειδικές περιπτώσεις να είναι χρήσιμες στη θεραπεία της οξείας γαστρεντερίτιδας, όπως για παράδειγμα της διάρροιας από τον ιό Rota ή της διάρροιας μετά από αντιβιοτικά. Ωστόσο, η χρήση τους πρέπει να γίνεται μετά από σύσταση του θεράποντος ιατρού.

Πώς επιτυγχάνεται η πρόληψη της γαστρεντερίτιδας;

Η πρόληψη μπορεί να επιτευχθεί με τη βελτίωση των αποχετεύσεων, την τήρηση των κανόνων υγιεινής, κυρίως το πλύσιμο των χεριών, την επαρκή κατάψυξη των τροφών, την εφαρμογή μητρικού θηλασμού στα βρέφη και τέλος, την αποφυγή χορήγησης στα παιδιά μη παστεριωμένου γάλακτος, μη επαρκώς ψημένων κρεάτων και πουλερικών, καθώς και ατελών βρασμένων αυγών (κάτω των 6 λεπτών).

Σε σχέση με την πρόληψη της γαστρεντερίτιδας από τον ιό Rota, κυκλοφορεί εμβόλιο, με το οποίο συνιστάται να εμβολιάζονται τα βρέφη μέσα στους πρώτους 6 μήνες της ζωής.

 

Εθνικό πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων 2022

Εθνικό πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων 2022

Ανακοινώθηκε το νέο πρόγραμμα εμβολιασμού παιδιών και εφήβων 2022. Η πιο σημαντική αλλαγή που αυτό περιλαμβάνει είναι η σύσταση για εμβολιασμό έναντι του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) σε αγόρια και κορίτσια ηλικίας 9 – 11 ετών. Το εμβόλιο θα αποζημιώνεται πλήρως και για τα αγόρια και για τα κορίτσια.

Το εμβόλιο έναντι του HPV συμβάλλει στην πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, του καρκίνου του πέους, του καρκίνου του πρωκτού και του στοματοφάρυγγα και του λάρυγγα, καθώς επίσης και των καλοήθων παθήσεων που σχετίζονται με αυτόν τον ιό, όπως είναι τα κονδυλώματα. Η μέγιστη προστασία επιτυγχάνεται, εφόσον ο εμβολιασμός ολοκληρωθεί πριν την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας. Στη χώρα μας διατίθεται το εννεαδύναμο (HPV9) εμβόλιο HPV. Το σχήμα εμβολιασμού με HPV (HPV9) ανάλογα με την ηλικία έναρξης του παιδιού είναι το ακόλουθο:

  • Έναρξη εμβολιασμού σε ηλικία <15 ετών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 6 μηνών
  • Έναρξη εμβολιασμού σε ηλικία ≥15 ετών: 3 δόσεις (σχήμα 0, 1–2, 6 μήνες).
  • Σε ειδικές περιπτώσεις αυξημένου κινδύνου συνιστάται εμβολιασμός έναντι του HPV σε άτομα ηλικίας 9–26 ετών σε σχήμα 3 δόσεων (0, 1–2, 6 μήνες)

Σε ομάδες αυξημένου κινδύνου ανήκουν τα άτομα που πάσχουν από:

  • Πρωτοπαθή ή δευτεροπαθή ανοσοκαταστολή, με επηρεασμένη κυτταρική ή χυμική ανοσία, όπως ανεπάρκειες Β και Τ-κυττάρων
  • Λοίμωξη HIV.
  • Κακοήθη νεοπλάσματα.
  • Μεταμόσχευση.
  • Αυτοάνοσα νοσήματα.
  • Λήψη ανοσοκατασταλτικής αγωγής.
  • Άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες.

 

 

ΔΙΑΔΕΡΜΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΧΟΛΕΡΥΘΡΙΝΗΣ – ΝΕΟΓΝΙΚΟΥ ΙΚΤΕΡΟΥ

ΔΙΑΔΕΡΜΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΧΟΛΕΡΥΘΡΙΝΗΣ – ΝΕΟΓΝΙΚΟΥ ΙΚΤΕΡΟΥ

Το ιατρείο μας  πλέον διαθέτει αναίμακτο διαδερμικό χολερυθρινόμετρο για εκτίμηση του ικτέρου μετά την έξοδο του νεογνού από το μαιευτήριο.

Σε νεογνά > 35 εβδ και > 24 ωρών συνιστάται η μέτρηση της ολικής χολερυθρίνης για την εκτίμηση του ικτέρου να γίνεται με διαδερμικό χολερυθρινόμετρο. Η χρήση της διαδερμικής μέτρησης ολικής χολερυθρίνης είναι αξιόπιστη και εύχρηστη μέθοδος και έχει μειώσει σημαντικά την συχνότητα της λήψης αίματος για την μέτρησή της.

Η μέτρηση της ολικής χολερυθρίνης πρέπει να γίνεται με λήψη αίματος, όταν:

  • δεν υπάρχει διαθέσιμο διαδερμικό χολερυθρινόμετρο.
  • όταν η τιμή μέτρησης με το διαδερμικό χολερυθρινόμετρο είναι πάνω από 15 mg/dl
  • όταν η μέτρηση ολικής χολερυθρίνης γίνεται σε τελειόμηνα νεογνά με ίκτερο πρώτου 24ώρου
  • σε νεογνά που βρίσκονται υπό φωτοθεραπεία και
  • όταν η τιμή ολικής χολερυθρίνης είναι στα όρια έναρξης φωτοθεραπείας ή  αφαιμαξομετάγγισης.  
Νεογνικός ίκτερος

Νεογνικός ίκτερος

Ο νεογνικός ίκτερος είναι το συχνότερο νεογνικό πρόβλημα, αφού περίπου το 60% των τελειόμηνων νεογνών και το 80% των προώρων εμφανίζουν ίκτερο την πρώτη εβδομάδα της ζωής τους. Δεν είναι νόσος αλλά αποτελεί συνήθως μία αθώα και φυσιολογική μεταβατική κατάσταση του νεογνού. Υπάρχουν λίγες περιπτώσεις που ο ίκτερος είναι παθολογικός.

Ο νεογνικός ίκτερος προκύπτει από την αύξηση της χολερυθρίνης στο αίμα και την εναπόθεση της στους ιστούς. Πρόκειται για μία ουσία που αποτελεί προϊόν της αίμης, η οποία ελευθερώνεται από την αιμοσφαιρίνη. Σε φυσιολογικές χαμηλές τιμές δρα με αντιοξειδωτικό τρόπο στον οργανισμό, μειώνοντας τον κίνδυνο για ισχαιμικές βλάβες και αμφιβληστροειδοπάθειας στα πρόωρα βρέφη. Ωστόσο, η αύξησή της πάνω από 35mg/dl μπορεί να δράσει με επιβλαβή τρόπο στα νευρικά κύτταρα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση «πυρηνικού ικτέρου» και μη αναστρέψιμης οξείας εγκεφαλοπάθειας με εκδήλωση σπασμών, εγκεφαλικής παράλυσης, πνευματικής καθυστέρησης και κώφωσης.

Η αύξηση της χολερυθρίνης οφείλεται στην νεογνική ανωριμότητα μεταβολισμού της στο ήπαρ, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η συγκέντρωσή της, στα πλαίσια μετάβασης των μεταβολικών οδών από την ενδομήτρια στην εξωμήτρια ζωή.

Ο φυσιολογικός νεογνικός ίκτερος εμφανίζεται τη 2η-3η ημέρα ζωής του νεογνού, διαρκεί μέχρι τη 10η ημέρα για τα τελειόμηνα βρέφη ή μέχρι το τέλος της 2ης εβδομάδας ζωής για τα πρόωρα βρέφη. Η μέγιστη τιμή της χολερυθρίνης συμβαίνει την 3η-5η ημέρα ζωής στα τελειόμηνα βρέφη και την 4η -10η ημέρα ζωής στα πρόωρα. Στα μωρά που θηλάζουν ο ίκτερος μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και 3 μήνες μετά τη γέννηση.

Εάν όμως εμφανιστεί ίκτερος από την 1η ημέρα, κρίνεται απαραίτητη η εξέταση του νεογνού, για πιθανότητα ύπαρξης κάποιας παθολογικής κατάστασης όπως αιμόλυση, λοίμωξη, μεταβολικά νοσήματα ή νοσήματα του ήπατος.

Ο νεογνικός ίκτερος εμφανίζεται αρχικά ως κίτρινη χροιά στο δέρμα του προσώπου και σταδιακά καθώς η χολερυθρίνη αυξάνεται, κιτρινίζει το λευκό τμήμα των ματιών,  το υπόλοιπο σώμα και τέλος τα άκρα και τα πέλματα (χολερυθρίνη>20mg/dl). Άλλα συνοδά συμπτώματα είναι η νωθρότητα ή η μεγάλη ανησυχία, η μειωμένη σίτιση, η χαμηλή πρόσληψη βάρους, οι αποχρωματισμένες κενώσεις.

Η διάγνωση γίνεται με επισκόπηση του δέρματος κάτω από άπλετο φυσικό φως. Παρόλο αυτά δεν είναι πάντοτε ακριβής η κλινική εκτίμηση της κατάστασης και για το λόγο αυτό χρειάζεται ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης της χολερυθρίνης, είτε με διαδερμικό αναίμακτο χολερυθρινόμετρο, είτε με λήψη αίματος.

Ο παιδίατρος πρέπει να εντοπίζει τα νεογνά που είναι πιθανόν να εμφανίσουν υψηλό ίκτερο. Αυτά είναι τα νεογνά που παρουσιάζουν έναν ή περισσότερους, από τους παρακάτω παράγοντες κινδύνου:

  • Ηλικία κύησης <38 εβδ
  • Προηγούμενο παιδί της οικογένειας με ιστορικό σοβαρού ικτέρου, που χρειάστηκε φωτοθεραπεία
  • Ίκτερος το 1ο 24ωρο ζωής
  • Ασυμβατότητα Rhesus-ομάδων με θετική άμεση Coombs
  • Άλλη γνωστή αιμολυτική νόσος (πχ, ανεπάρκεια G6PD)
  • Αποκλειστικός μητρικός θηλασμός, με απώλεια >10% του βάρους γέννησης
  • Πολυερυθραιμία, κεφαλαιμάτωμα, εκτεταμένες εκχυμώσεις
  • Κλινική εικόνα λοίμωξης, λήθαργος, αστάθεια θερμοκρασίας
  • Υποξία, οξέωση, αφυδάτωση, υπολευκωματιναιμία
  • Παιδί διαβητικής μητέρας με μακροσωμία

Ο φυσιολογικός ίκτερος δεν χρειάζεται θεραπεία, ωστόσο η σωστή και τακτική παρακολούθηση του νεογνού είναι πολύ σημαντική. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ο νεογνικός ίκτερος υποχωρεί μέσα σε λίγες μέρες δίχως θεραπεία.

Αν ο ίκτερος είναι υψηλός το μωρό τοποθετείται κάτω από ειδικές λάμπες (φωτοθεραπεία) για να απομακρυνθεί πιο γρήγορα η χολερυθρίνη. Αν παρά την φωτοθεραπεία, η τιμής της χολερυθρίνης συνεχίζει να αυξάνει, τότε το νεογνό εισάγεται στην ΜΕΝΝ, ερευνώνται όλες οι αιτίες παθολογικού ικτέρου και προετοιμάζεται για αφαιμαξομετάγγιση.

Βιταμίνη D

Βιταμίνη D

Ο ρόλος της στην σωματική υγεία βρεφών και παιδιών.

Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη. Ρυθμίζει τα επίπεδα του φωσφόρου και του ασβεστίου στο αίμα συμβάλλοντας στην υγιή ανάπτυξη των οστών.

Ποιες είναι οι πηγές της βιταμίνης D;

Το ηλιακό φως παρέχει το μεγαλύτερο μέρος της βιταμίνης D που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισμός, καθώς η διαιτητική πρόσληψη καλύπτει μόνο το 5-10% των απαιτήσεων των περισσοτέρων ανθρώπων.

Σε μικρότερες ποσότητες η βιταμίνη D λαμβάνεται από ορισμένες τροφές, όπως τα ψάρια (σολωμός και λιπαρά ψάρια) και ιχθυέλαια, ο κρόκος του αυγού, τα εμπλουτισμένα δημητριακά και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το βοδινό κρέας, το συκώτι και τα μανιτάρια.

Ποιες είναι οι μορφές της βιταμίνης D;

Η βιταμίνη D έχει δύο μορφές:

  1. Εργοκαλσιφερόλη (D2)

Ανευρίσκεται στο φυτικό βασίλειο.

  1. Χοληκαλσιφερόλη  (D3)

Συντίθεται στο δέρμα με τη φωτολυτική δράση της υπεριώδους ακτινοβολίας..

Οι δύο αυτές μορφές της βιταμίνης D απορροφώνται από το έντερο, μεταφέρονται  στο ήπαρ και αποθηκεύονται ως 25-ΟΗ χοληκαλσιφερόλη. Στη συνέχεια η τελευταία μετατρέπεται σε καλσιτριόλη στους νεφρούς. Η καλσιτριόλη είναι η ενεργός μορφή της βιταμίνης D και συμπεριφέρεται ως ορμόνη.

Τι μπορεί να προκαλέσει η έλλειψη βιταμίνης D στα παιδιά;

Η έλλειψη βιταμίνης D στα παιδιά μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση που ονομάζεται ραχίτιδα. Στη ραχίτιδα, τα οστά των παιδιών δεν στερεοποιούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, με αποτέλεσμα να παραμορφώνονται. Αποτέλεσμα της χρόνιας και βαριάς έλλειψης βιταμίνης D στα παιδιά είναι οι σκελετικές ανωμαλίες.

Πρώιμα σημεία της ραχίτιδας στα βρέφη είναι: η κρανιόφθιση, δηλαδή παρατηρείται μαλάκυνση στο πίσω τμήμα του κρανίου, η καθυστέρηση της οδοντοφυΐας και η μεγάλη πρόσθια πηγή που καθυστερεί να κλείσει.

Παράλληλα μπορεί να υπάρχει ανεπάρκεια της βιταμίνης D που δεν καταλήγει σε κλινική συμπτωματολογία. Η έλλειψη και η ανεπάρκεια της βιταμίνης D πρέπει να αντιμετωπίζονται για την υγιή ανάπτυξη των οστών, την πρόληψη της οστεοπενίας και της οστεοπόρωσης.

Πέρα από τη δράση της βιταμίνης D στα οστά, η δράση της φαίνεται να είναι σημαντική και για άλλες λειτουργίες του οργανισμού. Τα τελευταία χρόνια, πλήθος επιστημονικών μελετών υπογραμμίζουν τον σημαντικότατο ρόλο της βιταμίνης D στη συνολική υγεία του οργανισμού. Επιδρά στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς ρυθμίζει τη λειτουργία των Β και Τ λεμφοκυττάρων. Μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης πολλών τύπου καρκίνου, μέσω της αναστολής της καρκινικής αγγειογένεσης και του πολλαπλασιασμού καρκινικών κυττάρων. Μειώνει την ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης D συνδέεται με κακή οδοντική υγεία, αυξημένο κίνδυνο για την ανάπτυξη αλλεργιών και αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως ο διαβήτης τύπου Ι και η σκλήρυνση κατά πλάκας. Ακόμη, η έλλειψη βιταμίνης D στη μητέρα μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην ομαλή ανάπτυξη του νευρικού συστήματος του παιδιού. Νέα επιστημονικά στοιχεία  επιβεβαιώνουν τη σημασία της επάρκειας της βιταμίνης D στην πρόληψη της υπέρτασης και της παχυσαρκίας στην παιδική και εφηβική ηλικία.

Από τι εξαρτάται η σύνθεση της  βιταμίνης D;

Η σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα εξαρτάται από την εποχή, το γεωγραφικό πλάτος μιας περιοχής, την ηλικία, το χρώμα του δέρματος, την εθνικότητα, την κάλυψη του δέρματος από ρούχα, τις δραστηριότητες σε εξωτερικούς χώρους, τη χρήση αντηλιακών και την ατμοσφαιρική ρύπανση.

Στα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στα νεογνά και βρέφη συντελούν τα μειωμένα επίπεδα της βιταμίνης D της μητέρας και ο αποκλειστικός θηλασμός. Στο μητρικό γάλα η βιταμίνη D είναι χαμηλότερη από αυτήν που περιέχεται στα τεχνητώς εξανθρωποιημένα γάλατα.

Ποια παιδιά είναι υψηλού κινδύνου για έλλειψη/ανεπάρκεια βιταμίνης D;

  • Παιδιά της μαύρης φυλής.
  • Παιδιά που ζουν σε περιοχές χωρίς ή χαμηλή ηλιοφάνεια.
  • Θηλάζοντα βρέφη που δεν λαμβάνουν συμπληρωματικά βιταμίνη D.
  • Παιδιά με χρόνια νοσήματα που παρουσιάζουν ανεπαρκή απορρόφηση του λίπους όπως: η νόσος του Crohn, η κοιλιοκάκη, η κυστική ίνωση.
  • Παιδιά που λαμβάνουν χρόνια φαρμακευτική αγωγή με τα αντιεπιληπτικά φάρμακα φαινυτοίνη ή φαινοβαρβιτάλη
  • Παιδιά που λαμβάνουν χρόνια γλυκοκορτικοειδή
  • Παιδιά με χρόνια ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια.
  • Πρόωρα βρέφη.

Ποια παιδιά πρέπει να ελεγχθούν για έλλειψη βιταμίνης D;

Δε χρειάζεται να γίνεται έλεγχος σε όλα τα παιδιά για έλλειψη βιταμίνης D.  Σύμφωνα με τις τελευταίες οδηγίες όλων των αρμόδιων διεθνών οργανισμών συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Παιδιατρικής έλεγχος για έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D χρήζει να γίνεται μόνο στις ομάδες υψηλού κινδύνου που αναφέρθηκαν πιο πάνω ή όταν υπάρχει υποψία από την κλινική εξέταση.

Πώς γίνεται η διάγνωση της έλλειψης βιταμίνης D;

Η διάγνωση της έλλειψης βιταμίνης D γίνεται με τη μέτρηση της 25-ΟΗ Βιταμίνης D στο αίμα. Προς το παρόν δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένες οι φυσιολογικές τιμές της 25-ΟΗ βιταμίνης D για τα παιδιά.  Οι πλέον αποδεκτές τιμές και ορισμοί είναι:

  • Φυσιολογικές τιμές 25ΟΗ βιταμίνης D:  ≥20 ng/mL (50 nmol/L)
  • Ανεπάρκεια βιταμίνης: 25OHD: 12 ως 20 ng/mL (30 ως 50 nmol/L)
  • Έλλειψη βιταμίνης D: 25OHD: <12 ng/mL (<30 nmol/L)

Χρειάζεται το παιδί μου να λαμβάνει προληπτικά συμπληρώματα βιταμίνης D;

Συμπληρώματα βιταμίνης D συνίσταται να λαμβάνουν προληπτικά:

  • Βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά (400 IU/την ημέρα) ή βρέφη που θηλάζουν μερικώς, μέχρι να λαμβάνουν ποσότητα ενός λίτρου γάλα εμπλουτισμένο με βιταμίνη D ή εμπλουτισμένα δημητριακά με βιταμίνη D.
  • Μη θηλάζοντα βρέφη μέχρι να λαμβάνουν ποσότητα ενός λίτρου γάλα εμπλουτισμένο με βιταμίνη D.
  • Πρόωρα βρέφη
  • Παιδιά με χρόνια νοσήματα που μπορεί να σχετίζεται με έλλειψη βιταμίνης D.

Όλοι οι αρμόδιοι διεθνείς παιδιατρικοί φορείς προτείνουν τη συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης  D σε δόση 400 IU/την ημέρα κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής εφόσον κρίνεται απαραίτητο από το ιστορικό.

Πώς χορηγείται η βιταμίνη D;

Βιταμίνη D υπάρχει διαθέσιμη σε υγρή μορφή και δίνεται με τη μορφή σταγόνων ή με τη μορφή μασώμενων δισκίων ή χαπιών στα μεγαλύτερα παιδιά . Χρειάζεται προσοχή στη χορήγηση ορθής δοσολογίας γιατί η υπερβιταμίνωση D μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ασβεστίου στο αίμα και επιβάρυνση της νεφρικής λειτουργίας.

Μπορεί να κάθεται το παιδί στον ήλιο για να συνθέτει βιταμίνη D;

Σε χώρες που υπάρχει αυξημένη ηλιοφάνεια και σε παιδιά με ανοικτό χρώμα δέρματος, η έκθεση στον ήλιο για 10-15 λεπτά ημερησίως το μεσημέρι είναι αρκετή για την παραγωγή της απαραίτητης ποσότητας βιταμίνης D στα παιδιά. Στην αντίθετη περίπτωση, παιδιά με σκούρο χρώμα δέρματος και που κατοικούν σε χώρες με χαμηλή ηλιοφάνεια απαιτείται περισσότερος χρόνος ηλιακής έκθεσης. Βέβαια σε βρέφη κάτω των 6 μηνών προτείνεται η αποφυγή της έκθεσης στον ήλιο, αλλά και σε μεγαλύτερα παιδιά προτείνεται η περιορισμένη ηλιακή έκθεση, λόγω του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος.

error: Content is protected !!